Greek Meaning of lumping (up)

συσσωμάτωση

Other Greek words related to συσσωμάτωση

Definitions and Meaning of lumping (up) in English

lumping (up)

No definition found for this word.

FAQs About the word lumping (up)

συσσωμάτωση

συσσωμάτωση,συμπύκνωση,πήξη,σύσφιξη (προς τα πάνω),τσίχλα,πύκνωση,σβώλιασμα,πήξη,κατάψυξη,σκλήρυνση

ροή,Τήξη,υγροποιώντας,τήξη,Απόψυξη,υγροσκοπικός,υγροποιών

lumping (together) => συσσωμάτωση (μαζί), lumping (it) => συγχώνευση, lumped (up) => σβώλος, lumped (together) => συγκεντρωμένος (μαζί), lump (up) => εξόγκωμα (πάνω),