Greek Meaning of lump (it)

Συμπήττω (το)

Other Greek words related to Συμπήττω (το)

Definitions and Meaning of lump (it) in English

lump (it)

to accept or allow something unpleasant or unwanted

FAQs About the word lump (it)

Συμπήττω (το)

to accept or allow something unpleasant or unwanted

αποδέχομαι,αρκούδα,υπομένω,λαβή,Ζει με,στάση,σημαίνει,Στομάχι,Διατηρώ,παίρνω

αποφεύγω,μάχη,διαγωνισμός,πτώση,απολύω,μάχη,αντιτίθεμαι,αρνούμαι,απορρίπτω,αντιστέκομαι

lummoxes => lummoxes, luminously => λαμπερά, luminescing => φωτεινό , luminescences => φωταύγειες, luminesced => φωτεινός,