Greek Meaning of luminesced

φωτεινός

Other Greek words related to φωτεινός

Definitions and Meaning of luminesced in English

luminesced

to exhibit luminescence

FAQs About the word luminesced

φωτεινός

to exhibit luminescence

ακτινοβόλος,νικήσει (κάτω),φλεγόμενος,καμένο,γυάλιζε,λάμπει,έλαμψε,λαμπερό,γυάλιζε,λαμπερό

μαυρισμένος,σκοτεινός,μειωμένος,σκοτεινός

lumbers => ξυλοκόποι, lumberjacks => ξυλοκόποι, lumberers => υλοτόμοι, lulus => επιτυχής, lulls => κοπάζει,