Greek Meaning of lumping (it)

συγχώνευση

Other Greek words related to συγχώνευση

Definitions and Meaning of lumping (it) in English

lumping (it)

No definition found for this word.

FAQs About the word lumping (it)

συγχώνευση

Αποδεκτός,ρουλεμάν,ανθεκτικός,χειρισμός,όρθιος,εξέχων,λήψη,ανεκτικός,συμβιώνει με,που στέκεται για

μειούμενη,απορρίπτω,μάχη,αντίθετος,αρνούμαι,Απορριπτικός,αντιστάμενο,απόρριψη,αποφυγή,Αποφυγή

lumped (up) => σβώλος, lumped (together) => συγκεντρωμένος (μαζί), lump (up) => εξόγκωμα (πάνω), lump (together) => ενοποιώ (μαζί), lump (it) => Συμπήττω (το),