FAQs About the word lumping (together)

συσσωμάτωση (μαζί)

σύγκριση,ομαδοποίηση,ένταξη,συνδεόμενο,συσχετίζοντας,εξισώνοντας,Αναγνώριση ,παραβολή,σύνδεση,σχετικός

αντιθετικός,διαφοροποίηση,διαχωριστικός,διακριτικός,διαχωρίζοντας,ρύθμιση

lumping (it) => συγχώνευση, lumped (up) => σβώλος, lumped (together) => συγκεντρωμένος (μαζί), lump (up) => εξόγκωμα (πάνω), lump (together) => ενοποιώ (μαζί),