Greek Meaning of lumped (together)
συγκεντρωμένος (μαζί)
Other Greek words related to συγκεντρωμένος (μαζί)
Nearest Words of lumped (together)
Definitions and Meaning of lumped (together) in English
lumped (together)
No definition found for this word.
FAQs About the word lumped (together)
συγκεντρωμένος (μαζί)
συγκρινόμενος,ομαδοποιημένα,συνδεδεμένος,συνδεδεμένος,συσχετισμένα,εξισωμένο,ταυτοποιήθηκε,προσχώρησε,προσομοίωσε,συνδεδεμένος
με αντίθεση,διαφοροποιημένος,εξαίρετος,διαχωρισμένος,ξεκινώ,διαχωρισμένος
lump (up) => εξόγκωμα (πάνω), lump (together) => ενοποιώ (μαζί), lump (it) => Συμπήττω (το), lummoxes => lummoxes, luminously => λαμπερά,