Greek Meaning of discriminated

διαχωρισμένος

Other Greek words related to διαχωρισμένος

Definitions and Meaning of discriminated in English

Webster

discriminated (imp. & p. p.)

of Discriminate

FAQs About the word discriminated

διαχωρισμένος

of Discriminate

διαφοροποιημένος,εξαίρετος,διαφορετικός,διακρίνει,διαχωρισμένος,Κατάλαβα,διακριτικός,οριοθετημένε,διαιρεμένος,άρπαξε

μπερδεμένος,μικτός,μπερδεμένος,αναμεμιγμένα,λάθος,συγκεντρωμένος (μαζί)

discriminate => διακρίνω, discriminant => Διακρίνουσα, discriminal => διακριτικός, discriminable => διακρίσιμος, discretively => διακριτικά,