Greek Meaning of secerned
εκκρινόμενο
Other Greek words related to εκκρινόμενο
Nearest Words of secerned
Definitions and Meaning of secerned in English
secerned (imp. & p. p.)
of Secern
FAQs About the word secerned
εκκρινόμενο
of Secern
διαφοροποιημένος,εξαίρετος,διακρίνει,διαχωρισμένος,διαχωρισμένος,Κατάλαβα,διακριτικός,διαφορετικός,διαιρεμένος,άρπαξε
μπερδεμένος,μικτός,αναμεμιγμένα,λάθος,μπερδεμένος,συγκεντρωμένος (μαζί)
secernate => έκκριση, secern => εκκρίνω, seceding => αποσχιστικοί, seceder => Αποσχίζομαι, seceded => αποσχισμένος,