FAQs About the word secern

εκκρίνω

mark as differentTo separate; to distinguish., To secrete; as, mucus secerned in the nose.

διαφοροποιώ,διακρίνω,διαφορά,διακρίνω,διακρίνω,ξεχωριστό,κατανοώ,Διακρίνω,οριοθετώ,διαίρεση

συγχέω,λάθος,ανακατεύω,ενοποιώ (μαζί),Μπερδεύω,ανακατεύω

seceding => αποσχιστικοί, seceder => Αποσχίζομαι, seceded => αποσχισμένος, secede => αποσχίζομαι, secco => σέκο,