FAQs About the word discretively

διακριτικά

In a discretive manner.

No synonyms found.

No antonyms found.

discretive => Διακριτικός, discretionary trust => ανακλητή εμπιστοσύνη, discretionary => διακριτικός, discretionarily => κατά την κρίση (μου), discretionally => διακριτικά,