FAQs About the word jelling

πήγνυμαι

to take shape, to make or become jelly, to come to the consistency of jelly, to take shape and achieve distinctness, to cause to jell

κρυσταλλοποιών,σχηματίζοντας,συνεκτικός,συνδεόμενο,Κρυστάλλωση,ένταξη,διαμόρφωση (προς τα πάνω),πήξη,Σύνδεση,Συγχώνευση

αναλύοντας,σαπισμένο,αποσυνθέτειν,αποσυντιθέμενος

jefes => αφεντικά, jefe => αφεντικό, jazzing (up) => Τζαζ, jazziness => Τζαζισμός, jazzily => τζαζάτα,