Greek Meaning of crystallizing

κρυσταλλοποιών

Other Greek words related to κρυσταλλοποιών

Definitions and Meaning of crystallizing in English

Wordnet

crystallizing (n)

the formation of crystals

FAQs About the word crystallizing

κρυσταλλοποιών

the formation of crystals

σχηματίζοντας,συνδεόμενο,πήγνυμαι,διαμόρφωση (προς τα πάνω),πήξη,Σύνδεση,Συγχώνευση,συνεκτικός,συνδυάζοντας,σύζευξη

αναλύοντας,σαπισμένο,αποσυνθέτειν,αποσυντιθέμενος

crystallized ginger => κρυσταλλωμένο τζίντζερ, crystallized fruit => Γλυκό του κουταλιού, crystallized => κρυσταλλωμένος, crystallize => κρυσταλλοποιώ, crystallization => κρυστάλλωση,