Greek Meaning of indurating

σκληρυντικό

Other Greek words related to σκληρυντικό

Definitions and Meaning of indurating in English

Webster

indurating (p. pr. & vb. n.)

of Indurate

FAQs About the word indurating

σκληρυντικό

of Indurate

κατάψυξη,σκλήρυνση,Σκυροδέτηση,πήζω,σύσφιξη (προς τα πάνω),επικαλυπτικό,ρύθμιση,πήξη,ενδυνάμωση,αναιμικότητα

υγροποιώντας,τήξη,μαλάκωμα,διαλυτικός,ροή,Τήξη,υγροποιών,τήξη,Απόψυξη,υγροσκοπικός

indurated clay => Σκληρή πηλός, indurated => σκληρυμένος, indurate => σκληραίνει, indurance => αντοχή, induplicative => επουσιώδες,