Greek Meaning of ossifying

οστεοποιητικός

Other Greek words related to οστεοποιητικός

Definitions and Meaning of ossifying in English

Webster

ossifying (p. pr. & vb. n.)

of Ossify

Webster

ossifying (a.)

Changing into bone; becoming bone; as, the ossifying process.

FAQs About the word ossifying

οστεοποιητικός

of Ossify, Changing into bone; becoming bone; as, the ossifying process.

ασβεστοποιούμενος,πηκτικός,Κρυστάλλωση,κρυσταλλοποιών,απολιθώνοντας,σκληρυνόμενη,ενδυνάμωση,πύκνωση,αναιμικότητα,σβώλιασμα

διαλυτικός,υγροποιώντας,τήξη,μαλάκωμα,ροή,Τήξη,υγροποιών,τήξη,Απόψυξη,υγροσκοπικός

ossify => οστεοποιώ, ossifragous => οστεοφάγος, ossifrage => Γυπαετός, ossified => Οστεοποιημένος, ossification => Οστεοποίηση,