Greek Meaning of callusing
Κάλους
Other Greek words related to Κάλους
- σβώλιασμα
- επικαλυπτόμενος
- κατάψυξη
- πήξη
- σκλήρυνση
- επικαλυπτικό
- ενδυνάμωση
- πύκνωση
- ασβεστοποιούμενος
- Πήξη
- πηκτικός
- Σκυροδέτηση
- πήζω
- Κρυστάλλωση
- κρυσταλλοποιών
- σύσφιξη (προς τα πάνω)
- Ζελατίνη
- γέλωση
- σκληρυντικό
- πήγνυμαι
- Γελοποίηση
- οστεοποιητικός
- απολιθώνοντας
- σκληρυνόμενη
- ρύθμιση
- πήξη
- αναιμικότητα
- επιφανειακή σκλήρυνση
- σκλήρυνση
Nearest Words of callusing
Definitions and Meaning of callusing in English
callusing
a mass of exudate and connective tissue that forms around a break in a bone and is converted into bone in the healing of the break, tissue that forms over an injured plant surface, to form callus, a mass of tissue that forms around a break in a bone and is changed into bone in the healing of the break, soft tissue that forms over a wounded or cut plant surface, to cause callus to form on, a thickening of or a hard thickened area on skin or bark, a mass of exudate and connective tissue that forms around a break in a bone and is converted into bone in healing, a thickening of or a hard thickened area on skin, a hard thickened area on skin or bark
FAQs About the word callusing
Κάλους
a mass of exudate and connective tissue that forms around a break in a bone and is converted into bone in the healing of the break, tissue that forms over an in
σβώλιασμα,επικαλυπτόμενος,κατάψυξη,πήξη,σκλήρυνση,επικαλυπτικό,ενδυνάμωση,πύκνωση,ασβεστοποιούμενος,Πήξη
υγροποιώντας,μαλάκωμα,διαλυτικός,ροή,Τήξη,υγροποιών,τήξη,τήξη,Απόψυξη,υγροσκοπικός
callused => Καλλωμένο, call-ups => εντολές κατάταξης, call-up => κλήση, calls to arms => Εκκλήσεις στα όπλα, calls (up) => κλήσεις (πάνω),