Greek Meaning of callused

Καλλωμένο

Other Greek words related to Καλλωμένο

Definitions and Meaning of callused in English

callused

having calluses, callous sense 2

FAQs About the word callused

Καλλωμένο

having calluses, callous sense 2

κολλημένο,μπετονένιος,πηγμένο,με κρούστα,κατεψυγμένο,σκληρυμένο,επενδεδυμένος,σκληρυμένος,στερεοποιημένο,άκαμπτος

Υγροποιημένο,μαλακωμένο,διαλυμένος,λειωμένος,Υγροποιημένο,Λιωμένο,λιωμένο,αποψυγμένο,υγροσκοπικός,τήξης

call-ups => εντολές κατάταξης, call-up => κλήση, calls to arms => Εκκλήσεις στα όπλα, calls (up) => κλήσεις (πάνω), calls (off or out) => Κλήσεις (απενεργοποίηση ή έξοδος),