Greek Meaning of caked
κολλημένο
Other Greek words related to κολλημένο
Nearest Words of caked
Definitions and Meaning of caked in English
caked (imp. & p. p.)
of Cake
FAQs About the word caked
κολλημένο
of Cake
επικαλυμμένο,καλυμμένος,τραχού,με κρούστα,επενδεδυμένος,λερωμένος,ομοιοκατάληκτος,λερωμένος,πηγμένος,πηγμένο
No antonyms found.
cake mix => μίγμα για κέικ, cake => κέικ, cakchiquel => Cakchiquel, cajuputene => Κυέπουθεν, cajuput => Καγιεπούτ,