FAQs About the word congealed

πηγμένο

congealed into jelly; solidified by cooling

πηγμένος,πηγμένος,πήξε,ζελατινώδης,πηκτωμένο,σπασμένο,ανώμαλος,τυρί,οδοντωτό,κουμπωτός

λείο

congeal => Πήζω, conge => άδεια, conga line => Κονγκόλι, conga => Κόνγκα, confuter => ανασκευαστής,