FAQs About the word knobby

κονδυλώδης

having knobsFull of, or covered with, knobs or hard protuberances., Irregular; stubborn in particulars., Abounding in rounded hills or mountains; hilly.

κουμπωτός,κομπωτός,αδέξιος,κολλώδης,πηγμένος,πηγμένος,πηγμένο,εξογκωμένος,‏κουτρουβάτος‎,ιξώδης

λείο

knobbly => κομπωτός, knobbling fire => Νέφος φλόγας, knobbler => κόμπος, knobble => Οζίδιο, knobbing => Με κουμπιά,