Greek Meaning of calcified

ασβεστοποιημένος

Other Greek words related to ασβεστοποιημένος

Definitions and Meaning of calcified in English

Webster

calcified (a.)

Consisting of, or containing, calcareous matter or lime salts; calcareous.

Webster

calcified (imp. & p. p.)

of Calcify

FAQs About the word calcified

ασβεστοποιημένος

Consisting of, or containing, calcareous matter or lime salts; calcareous., of Calcify

πηγμένος,πηγμένος,κρυσταλλικός,κρυσταλλωμένος,Οστεοποιημένος,απολιθωμένος,ακαμπτοποιημένος,άκαμπτος,πηκτωμένο,Ανόπτηση

διαλυμένος,Υγροποιημένο,Υγροποιημένο,Λιωμένο,μαλακωμένο,λειωμένος,λιωμένο,αποψυγμένο,υγροσκοπικός,τήξης

calcification => Ασβεστοποίηση, calcific => ασβεστοποιημένος, calciferous => ασβεστολιθικός, calciferol => καλσιφερόλη, calciden => χαλκηδόνιος,