Greek Meaning of thawed
αποψυγμένο
Other Greek words related to αποψυγμένο
Nearest Words of thawed
Definitions and Meaning of thawed in English
thawed (s)
no longer frozen solid
no longer frozen
thawed (imp. & p. p.)
of Thaw
FAQs About the word thawed
αποψυγμένο
no longer frozen solid, no longer frozenof Thaw
αποψυγμένο,Λιωμένο,αποψυγμένος,θερμαινόμενος,θερμαινόμενο,λιωμένο,Υγροποιημένο
παγωμένο,κατεψυγμένο,παγωμένος,ψυχόμενο,υπέρψυκτος,πηγμένο,Παγωμένα,παγωμένος,παγετωμένος,παγωμένος
thaw => απόψυξη, thaumaturgy => θαυματουργία, thaumaturgus => θαυματουργός, thaumaturgist => Θαυματουργός, thaumaturgics => θαυματουργικά,