Greek Meaning of out of humor
Σε κακή διάθεση
Other Greek words related to Σε κακή διάθεση
- φλογερός
- ευερέθιστος
- χολερικός
- Αμφιλεγόμενος
- γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- σταυρός
- ευέξαπτος
- Γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- ευέξαπτος
- παθιασμένος
- δύστροπος
- διεστραμμένος
- γκρινιάρης
- πείσμων
- ακανθώδης
- βραχνός
- φθαρμένος
- ευαίσθητος
- κοντός
- απότομος
- Ζωηρό
- σαρκαστικός
- πνιγηρός
- ευερέθιστος
- σφηκοειδής
- εκτός λειτουργίας
- σαρκαστικός
- επιχειρηματικός
- πτωτικός
- πολεμοχαρής
- εμπόλεμος
- χολερικός
- γκρινιάρης
- μαχητικός
- σταυροειδής
- Γκρινιάρης
- δυσάρεστος
- φιλονικητής
- δυσπεπτικός
- ευέξαπτος
- ανήσυχος
- θυμωμένος
- Κακόκεφος
- Κακότροπος
- Ευερέθιστος (Efvréthistos)
- Απρεπής
- εκνευρισμένος
- μαχητικός
- φιλονικός
- γκρινιάρης
- ευέξαπτος
- φτωχό
- ευέξαπτος
- Σναρλ
- σουμπρός
- κατσούφης
- μουρτζούφλης
- ευέξαπτος
- Λεπτόδερμος
- ευαίσθητος
- άγριος
- άσεμνος
- μουτρωμένος
- σύντομος
Nearest Words of out of humor
- out of joint => εκτός άρθρωσης
- out of one's head => τρελός
- out of one's mind => τρελλός
- out of plumb => εκτός υδραυλικού επιπέδου
- out of pocket => Από την τσέπη μου
- out of sorts => εκτός λειτουργίας
- out to lunch => στον κόσμο του
- outbalanced => ανισόρροπος
- outbalancing => ανισορροπία
- outboards => εξωλέμβιοι κινητήρες
Definitions and Meaning of out of humor in English
out of humor
out of sorts, the mental faculty of discovering, expressing, or appreciating the ludicrous or absurdly incongruous, something that is humorous, a sudden, unpredictable, or unreasoning inclination, a normal functioning bodily semifluid or fluid (as the blood or lymph), one of the four fluids that were believed to enter into the constitution of the body and to determine by their relative proportions a person's health and temperament see black bile, blood entry 1 sense 4a(2), phlegm sense 2, yellow bile, a changeable state of mind often influenced by circumstances, the power to see or tell about the amusing or comic side of things, to adapt oneself to, a normal functioning bodily semifluid or fluid (such as the blood or lymph), a secretion (as a hormone) that is an excitant of activity, to go along with the wishes or mood of, something that is or is designed to be comical or amusing, characteristic or habitual disposition or bent, one of the four fluids that were believed to enter into the constitution of the body and to determine by their relative proportions a person's health and temperament see black bile, blood sense 3, phlegm sense 2, yellow bile, that quality which appeals to a sense of the ludicrous or absurdly incongruous, a secretion (such as a hormone) that is an excitant of activity, the amusing quality of things, an often temporary state of mind imposed especially by circumstances, to soothe or content (someone) by indulgence
FAQs About the word out of humor
Σε κακή διάθεση
out of sorts, the mental faculty of discovering, expressing, or appreciating the ludicrous or absurdly incongruous, something that is humorous, a sudden, unpred
φλογερός,ευερέθιστος,χολερικός,Αμφιλεγόμενος,γκρινιάρης,γκρινιάρης,σταυρός,ευέξαπτος,Γκρινιάρης,γκρινιάρης
Φιλικός,ευχάριστος,φιλικός,φιλικός,φιλικός,εξωστρεφής,εξωστρεφής,φιλικός,λαμπρός,καλόκαρδος
out of commission => εκτός λειτουργίας, out at the elbows => με σκισμένους αγκώνες, out at elbows => φθαρμένος στους αγκώνες, ousts => εκτοπίζει, ousters => ούστερς,