Greek Meaning of ruminant
Μηρυκαστικό
Other Greek words related to Μηρυκαστικό
- στοχαστικός
- μελαγχολία
- φιλοσοφικός
- Φιλοσοφικός
- ανακλαστικός
- στοχαστικός
- αναλυτικός
- Αναλυτικός
- κλώσσα
- νοητικός
- λογικός
- Διαλογικός
- στοχασμός
- στοχαστικός
- προβληματισμένος
- λογικός
- αναδρομική
- Προβληματισμένος
- σοβαρός
- επίσημος
- σκοτεινός
- αφηρημένος
- εσκεμμένος
- σοβαρός
- τάφος
- ενδοσκοπικός
- σκόπιμος
- σιωπηλός
- αυτοαναφορικός
- σοβαρός
- σοβαρός
- νηφάλιος
- σκοτεινός
- βαρύς
Nearest Words of ruminant
Definitions and Meaning of ruminant in English
ruminant (n)
any of various cud-chewing hoofed mammals having a stomach divided into four (occasionally three) compartments
ruminant (a)
related to or characteristic of animals of the suborder Ruminantia or any other animal that chews a cud
ruminant (a.)
Chewing the cud; characterized by chewing again what has been swallowed; of or pertaining to the Ruminantia.
ruminant (n.)
A ruminant animal; one of the Ruminantia.
FAQs About the word ruminant
Μηρυκαστικό
any of various cud-chewing hoofed mammals having a stomach divided into four (occasionally three) compartments, related to or characteristic of animals of the s
στοχαστικός,μελαγχολία,φιλοσοφικός,Φιλοσοφικός,ανακλαστικός,στοχαστικός,αναλυτικός,Αναλυτικός,κλώσσα,νοητικός
ανέμελος,φρίβολος,αστοχαστικό,ανόητος,ανόητος,επιπόλαιος,ανοησυ,ανόητος,αφηρημένος,απρόσεκτος
ruminal => μηρυκαλικός, rumicin => Ρουμισίνη, rumex scutatus => Πικρίδα η ασπιδοειδής, rumex obtusifolius => ξινίδα, rumex acetosella => Ξυνίδα,