Greek Meaning of ruminating

στοχαστικός/ή

Other Greek words related to στοχαστικός/ή

Definitions and Meaning of ruminating in English

Webster

ruminating (p. pr. & vb. n.)

of Ruminate

FAQs About the word ruminating

στοχαστικός/ή

of Ruminate

συζητώ,Διασκεδαστικό,στοχαστικός,ερώτηση,σπουδάζει,ζύγισμα,δεδομένου ότι,στοχαστικός,Ανάλυση,Σκεπτόμενος

αγνοώντας,αγνοώντας,θέα,απορρίπτω,Απορριπτικός,υποτιμητικό,κακάω,υποτιμάω

ruminated => αναμάσησε, ruminate => στοχάζομαι, ruminantly => στοχαστικά, ruminantia => Μηρυκαστικά, ruminant => Μηρυκαστικό,