Greek Meaning of fixating (on or upon)

στερεώνει (σε ή πάνω σε)

Other Greek words related to στερεώνει (σε ή πάνω σε)

Definitions and Meaning of fixating (on or upon) in English

fixating (on or upon)

No definition found for this word.

FAQs About the word fixating (on or upon)

στερεώνει (σε ή πάνω σε)

συλλογίζομαι (για ή για),προσκολλούμενος (σε),(για ή πάνω) σε καψούρα ,φέροντας,αγκαλιά,συντηρώντας,διατηρητέο,θυμάμαι,διατήρηση,Καλλιεργώ

μειούμενη,αρνούμενος,αγνοώντας,πτώση,λήθη,παραιτούμαι,αγνοώντας,παραμελώ,θέα,αρνούμαι

fixating => ατενίζοντας, fixates (on) => εστιάζει (σε), fixated (on or upon) => εμμονικός (με ή σε), fixated => εμμονικός, fixate (on) => εστιάζω σε,