Greek Meaning of fixating
ατενίζοντας
Other Greek words related to ατενίζοντας
- δεδομένου ότι
- κοιτάζοντας
- παρατηρώντας
- χασμουρητό
- χαζεύω
- κοιτώντας επίμονα
- γουρλώνοντας
- παρατηρώντας
- peering
- επίμονο βλέμμα
- παρακολούθηση
- τρεμοπαίζοντας
- χασμουρητό
- εκτυφλωτικός
- gloating
- κατσούφης
- Τσιμιτώντας
- Κοιτάζω επίμονα
- επιθεώρηση
- σχετικά
- χαζεύω στα ατυχήματα
- σπουδάζει
- προσανατολισμένος προς τα έξω
- να μελετάει ενδελεχώς (πάνω από)
- κοιτάζοντας προς τα κάτω
Nearest Words of fixating
- fixates (on) => εστιάζει (σε)
- fixated (on or upon) => εμμονικός (με ή σε)
- fixated => εμμονικός
- fixate (on) => εστιάζω σε
- fixate (on or upon) => επικεντρώνομαι (σε ή πάνω)
- five-star => πέντε αστέρων
- fivers => πεντόλιρες
- five-and-ten => ψιλικατζίδικο
- five-and-dimes => ψιλικατζίδικα
- five-and-dime => φτηνιάρικο κατάστημα
Definitions and Meaning of fixating in English
fixating
to focus or concentrate one's gaze or attention, to undergo arrestment at a stage of development, to make fixed, stationary, or unchanging, to focus or concentrate one's gaze or attention intently or obsessively, to focus one's gaze on, to direct (the libido) toward an infantile form of gratification
FAQs About the word fixating
ατενίζοντας
to focus or concentrate one's gaze or attention, to undergo arrestment at a stage of development, to make fixed, stationary, or unchanging, to focus or concentr
δεδομένου ότι,κοιτάζοντας,παρατηρώντας,χασμουρητό,χαζεύω,κοιτώντας επίμονα,γουρλώνοντας,παρατηρώντας,peering,επίμονο βλέμμα
κλεφτή,κοιτάζω,κοιτώντας,σάρωση,Περιήγηση,βύθιση (σε),ρίχνω μια ματιά,κλείσιμο ματιού σε
fixates (on) => εστιάζει (σε), fixated (on or upon) => εμμονικός (με ή σε), fixated => εμμονικός, fixate (on) => εστιάζω σε, fixate (on or upon) => επικεντρώνομαι (σε ή πάνω),