Greek Meaning of gazing

κοιτώντας επίμονα

Other Greek words related to κοιτώντας επίμονα

Definitions and Meaning of gazing in English

Webster

gazing (p. pr. & vb. n.)

of Gaze

FAQs About the word gazing

κοιτώντας επίμονα

of Gaze

χαζεύω,επίμονο βλέμμα,χασμουρητό,χασμουρητό,εκτυφλωτικός,γουρλώνοντας,peering,τρεμοπαίζοντας,δεδομένου ότι,κοιτάζοντας

κλεφτή,κοιτάζω,κοιτώντας,σάρωση,Περιήγηση,βύθιση (σε),ρίχνω μια ματιά,κλείσιμο ματιού σε

gazillion => τρισεκατομμύρια, gazetting => δημοσίευση στην επίσημη εφημερίδα, gazetteer => Γαζετεριδ, gazetted => δημοσιευμένο στην εφημερίδα της κυβερνήσεως, gazette => εφημερίδα της κυβερνήσεως,