Greek Meaning of gawking
χαζεύω
Other Greek words related to χαζεύω
Nearest Words of gawking
Definitions and Meaning of gawking in English
gawking
a clumsy stupid person, to gape or stare stupidly, to stare stupidly
FAQs About the word gawking
χαζεύω
a clumsy stupid person, to gape or stare stupidly, to stare stupidly
κοιτώντας επίμονα,επίμονο βλέμμα,χασμουρητό,χασμουρητό,εκτυφλωτικός,γουρλώνοντας,peering,χαζεύω στα ατυχήματα,τρεμοπαίζοντας,δεδομένου ότι
κλεφτή,κοιτάζω,κοιτώντας,σάρωση,Περιήγηση,βύθιση (σε),ρίχνω μια ματιά,κλείσιμο ματιού σε
gawkies => Χάζηδες, gawkers => περίεργοι, gawked => κοιτούσε με το στόμα ανοιχτό, gavotting => στα γαβότ, gavottes => γαβότες,