Greek Meaning of gawkishness

Αδεξιότητα

Other Greek words related to Αδεξιότητα

Definitions and Meaning of gawkishness in English

gawkishness

gawky

FAQs About the word gawkishness

Αδεξιότητα

gawky

αμηχανία,αδεξιότητα,Αναπηρία,αδεξιότητα ,Αδεξιότητα,Αδεξιότητα,αδεξιότητα,Αδεξιότητα,αδεξιότητα,αδεξιότητα

ευκινησία,συντονισμός,επιδεξιότητα,επιδεξιότητα,Ευκινησία,επιδεξιότητα,ευελιξία,χάρη,επιδεξιότητα,Ευλυγισία

gawkish => άκαμπτος, gawking => χαζεύω, gawkies => Χάζηδες, gawkers => περίεργοι, gawked => κοιτούσε με το στόμα ανοιχτό,