Greek Meaning of deftness
επιδεξιότητα
Other Greek words related to επιδεξιότητα
Nearest Words of deftness
Definitions and Meaning of deftness in English
deftness (n)
skillful performance or ability without difficulty
deftness (n.)
The quality of being deft.
FAQs About the word deftness
επιδεξιότητα
skillful performance or ability without difficultyThe quality of being deft.
ευκινησία,συντονισμός,επιδεξιότητα,ευελιξία,χάρη,Ευκινησία,ικανότητα,επιδεξιότητα,επιδεξιότητα,επιδεξιότητα
αμηχανία,αδεξιότητα,Αναπηρία,αδεξιότητα ,Αδεξιότητα,Αδεξιότητα,αδεξιότητα,ανικανότητα,ανικανότητα,ανικανότητα
deftly => επιδέξια, deft => επιδέξιος, defroster => απόψυξης, defrost => Ξεπαγώνω, defrock => αφαιρώ τη στολή,