Greek Meaning of defrayal
επιβάρυνση
Other Greek words related to επιβάρυνση
- οικονομικά
- Ταμείο
- Πληρώνω
- επιδοτώ
- βοήθεια
- αξιοποιώ
- εκφόρτιση
- δωρεά
- πόδι
- Εκκαθάριση
- συντηρώ
- ξεπληρώνω
- Πλήρωσε
- ανταμοιβή
- εγκαθιστώ
- εαρινό (για)
- στάση
- εγγυώμαι
- συνήγορος
- Επιστροφή
- τραπεζικός λογαριασμός
- πρωταθλητής
- σαφής
- Συνχρηματοδότηση
- Εγκρίνει
- Grubstake
- εγκρίνω
- θρέφω
- προστατεύω
- παρέχω (σε)
- παραιτούμαι
- Αναχρηματοδότηση
- επιστροφή χρημάτων
- χορηγός
- μερίδιο
- υποστήριξη
Nearest Words of defrayal
Definitions and Meaning of defrayal in English
defrayal (n)
the act of paying money
defrayal (n.)
The act of defraying; payment; as, the defrayal of necessary costs.
FAQs About the word defrayal
επιβάρυνση
the act of paying moneyThe act of defraying; payment; as, the defrayal of necessary costs.
οικονομικά,Ταμείο,Πληρώνω,επιδοτώ,βοήθεια,αξιοποιώ,εκφόρτιση,δωρεά,πόδι,Εκκαθάριση
αφαιρούμε χρηματοδότηση
defray => defray, defraudment => απάτη, defrauding => Απάτη, defrauder => απατεώνας, defrauded => εξαπατημένος,