Greek Meaning of sure-footedness

σταθερότητα στο βάδισμα

Other Greek words related to σταθερότητα στο βάδισμα

Definitions and Meaning of sure-footedness in English

sure-footedness

not likely to stumble or fall, not liable to stumble, fall, or err

FAQs About the word sure-footedness

σταθερότητα στο βάδισμα

not likely to stumble or fall, not liable to stumble, fall, or err

ευκινησία,επιδεξιότητα,επιδεξιότητα,λεπτότητα,Ευκινησία,ικανότητα,επιδεξιότητα,επιδεξιότητα,επιδεξιότητα,ευελιξία

αμηχανία,αδεξιότητα,Αναπηρία,αδεξιότητα ,Αδεξιότητα,Αδεξιότητα,αδεξιότητα,ανικανότητα,ανικανότητα,αδεξιότητα

surefire => σίγουρος, surcharging => προσαύξηση, surcharges => έξτρα χρεώσεις, surcharged => υπερφορτωμένος, supremeness => Υπεροχή,