Greek Meaning of supremeness

Υπεροχή

Other Greek words related to Υπεροχή

Definitions and Meaning of supremeness in English

supremeness

in a position of unquestioned authority, dominance, or influence, highest in rank or authority

FAQs About the word supremeness

Υπεροχή

in a position of unquestioned authority, dominance, or influence, highest in rank or authority

επιλογή,αριστεία,αριστεία,εκλεκτότητα,μεγαλείο,μεγαλείο,σημασία,θαύμα,τελειότητα,υπεροχή

μετριότητα,κοινοτοπία,Δικαιοσύνη,μετριότητα,κανονικότητα,κοινότητα,ρουτίνα,συνηθισμός,Τυπικότητα,αποδεκτότητα

supremacies => υπεροχές, suppressions => καταστολές, suppressing => κατασταλτικός, suppresses => καταστέλλει, suppositions => υποθέσεις,