Greek Meaning of typicalness

Τυπικότητα

Other Greek words related to Τυπικότητα

Definitions and Meaning of typicalness in English

typicalness

constituting or having the nature of a type, conforming to a type, combining or showing the special characteristics of a group or kind, combining or exhibiting the essential characteristics of a group

FAQs About the word typicalness

Τυπικότητα

constituting or having the nature of a type, conforming to a type, combining or showing the special characteristics of a group or kind, combining or exhibiting

Συνήθεια,κοινοτοπία,καθημερινότητα,Δικαιοσύνη,Καθημερινότητα,κανονικότητα,τυπικότητα,συνηθισμός,κανονικότητα,Δευτεροκλασάτοсть

επιλογή,συνέπεια,διάκριση,αριστεία,αριστεία,εκλεκτότητα,εξαιρετικότητα,μεγαλείο,μεγαλείο,σημασία

types => τύποι, typed => πληκτρολογημένος, tykes => πιτσιρίκια, tying into => Συνδεόμενο με, tying in => Δέσιμο,