FAQs About the word two-timed

αναποφάσιστος

to betray (a spouse or lover) by secret lovemaking with another, double-cross

προδομένος/η,μαχαιρωμένος στην πλάτη,σταυρωμένος,Διπλή προδοσία,πουλήθηκε (εξαντλήθηκε),μαχαιριά στην πλάτη,Πήγε πίσω,έδωσα μακριά,ενημερωμένος (για),αγορασμένος

υπερασπίστηκε,Φρουρούμενος,προστατευμένο,αποθηκευμένο,στάθηκε,προστατευμένος,προστατευμένο

twosomes => δυάδες, twos => δύο, two-facedness => δολιότητα, two-bit => φτηνιάρικος, two cents => δύο σεντ,