Greek Meaning of two-timed
αναποφάσιστος
Other Greek words related to αναποφάσιστος
Nearest Words of two-timed
Definitions and Meaning of two-timed in English
two-timed
to betray (a spouse or lover) by secret lovemaking with another, double-cross
FAQs About the word two-timed
αναποφάσιστος
to betray (a spouse or lover) by secret lovemaking with another, double-cross
προδομένος/η,μαχαιρωμένος στην πλάτη,σταυρωμένος,Διπλή προδοσία,πουλήθηκε (εξαντλήθηκε),μαχαιριά στην πλάτη,Πήγε πίσω,έδωσα μακριά,ενημερωμένος (για),αγορασμένος
υπερασπίστηκε,Φρουρούμενος,προστατευμένο,αποθηκευμένο,στάθηκε,προστατευμένος,προστατευμένο
twosomes => δυάδες, twos => δύο, two-facedness => δολιότητα, two-bit => φτηνιάρικος, two cents => δύο σεντ,