Greek Meaning of ordinariness

κοινότητα

Other Greek words related to κοινότητα

Definitions and Meaning of ordinariness in English

Wordnet

ordinariness (n)

the quality of being commonplace and ordinary

FAQs About the word ordinariness

κοινότητα

the quality of being commonplace and ordinary

Καθημερινότητα,καθημερινότητα,μετριότητα,Κακία,Συνήθεια,κοινοτοπία,καθημερινότητα,μετριότητα,κανονικότητα,τυπικότητα

διάκριση,αριστεία,αριστεία,εκλεκτότητα,εξαιρετικότητα,μεγαλείο,μεγαλείο,σημασία,θαύμα,τελειότητα

ordinarily => συνήθως, ordinaries => τάγματα, ordinant => Χειροτονητός, ordinand => υποψήφιος εφημέριος, ordinance => διάταγμα,