Greek Meaning of ordination
Χειροτονία
Other Greek words related to Χειροτονία
- Χρίσμα
- χρίσμα
- εξουσιοδότηση
- αντιπροσωπεία
- αντιπροσωπεία
- εκλογές
- επαγωγή
- εγκατάσταση
- δόση
- δόση
- ενθρόνιση
- επένδυση
- υποψηφιότητα
- τοποθέτηση
- κατάταξη
- επιλογή
- επιλέγω
- προορισμός
- τοποθεσία
- εγκαθιστωντας
- εργασία
- γραφείο
- συγκομιδή
- θέση
- επιλογή
- Κατάσταση
- ραντεβού
- Εργασία
- εισιτήριο
- ονομασία
- συναυλία
- τόπος
- Επισημαίνοντας (έξω)
- κουκκίδα
- σταθμός
Nearest Words of ordination
- ordinately => τακτικά
- ordinate => τεταγμένη
- ordinaryship => Συνήθης πλοίου
- ordinary shares => Συνηθισμένες μετοχές
- ordinary life insurance => Συνηθισμένη ασφάλιση ζωής
- ordinary care => συνήθης φροντίδα
- ordinary bicycle => Κοινό ποδήλατο
- ordinary annuity => Σύνταξη
- ordinary => συνηθισμένος
- ordinariness => κοινότητα
Definitions and Meaning of ordination in English
ordination (n)
the status of being ordained to a sacred office
logical or comprehensible arrangement of separate elements
the act of ordaining; the act of conferring (or receiving) holy orders
ordination (n.)
The act of ordaining, appointing, or setting apart; the state of being ordained, appointed, etc.
The act of setting apart to an office in the Christian ministry; the conferring of holy orders.
Disposition; arrangement; order.
FAQs About the word ordination
Χειροτονία
the status of being ordained to a sacred office, logical or comprehensible arrangement of separate elements, the act of ordaining; the act of conferring (or rec
Χρίσμα,χρίσμα,εξουσιοδότηση,αντιπροσωπεία,αντιπροσωπεία,εκλογές,επαγωγή,εγκατάσταση,δόση,δόση
εκφόρτιση,απόλυση,απόλυση,απέλαση,απόλυση,απόρριψη,κατάθεση,καθαίρεση,ανατροπή,αφαίρεση
ordinately => τακτικά, ordinate => τεταγμένη, ordinaryship => Συνήθης πλοίου, ordinary shares => Συνηθισμένες μετοχές, ordinary life insurance => Συνηθισμένη ασφάλιση ζωής,