Greek Meaning of anointment
χρίσμα
Other Greek words related to χρίσμα
- Χρίσμα
- επαγωγή
- εγκατάσταση
- δόση
- δόση
- ενθρόνιση
- επένδυση
- Χειροτονία
- τοποθέτηση
- εξουσιοδότηση
- επιλογή
- επιλέγω
- αντιπροσωπεία
- αντιπροσωπεία
- προορισμός
- εκλογές
- τοποθεσία
- εγκαθιστωντας
- υποψηφιότητα
- γραφείο
- συγκομιδή
- κατάταξη
- επιλογή
- ραντεβού
- Εργασία
- εισιτήριο
- ονομασία
- συναυλία
- εργασία
- τόπος
- θέση
- Επισημαίνοντας (έξω)
- Κατάσταση
- κουκκίδα
- σταθμός
Nearest Words of anointment
Definitions and Meaning of anointment in English
anointment (n)
the act of applying oil or an oily liquid
anointment (n.)
The act of anointing, or state of being anointed; also, an ointment.
FAQs About the word anointment
χρίσμα
the act of applying oil or an oily liquidThe act of anointing, or state of being anointed; also, an ointment.
Χρίσμα,επαγωγή,εγκατάσταση,δόση,δόση,ενθρόνιση,επένδυση,Χειροτονία,τοποθέτηση,εξουσιοδότηση
εκφόρτιση,απόλυση,απέλαση,απόλυση,απόρριψη,αφαίρεση,κατάθεση,απόλυση,Έκρηξη,καθαίρεση
anointing of the sick => Χρίσμα των ασθενών, anointing => Χρίσμα, anointer => Χριστής, anointed => χρισμένος, anoint => αλείφω,