Greek Meaning of anointing

Χρίσμα

Other Greek words related to Χρίσμα

Definitions and Meaning of anointing in English

Wordnet

anointing (n)

the act of applying oil or an oily liquid

Webster

anointing (p. pr. & vb. n.)

of Anoint

FAQs About the word anointing

Χρίσμα

the act of applying oil or an oily liquidof Anoint

χρίσμα,αντιπροσωπεία,επαγωγή,εγκατάσταση,δόση,δόση,ενθρόνιση,επένδυση,Χειροτονία,τοποθέτηση

εκφόρτιση,απόλυση,απέλαση,απόλυση,απόρριψη,αφαίρεση,κατάθεση,απόλυση,Έκρηξη,καθαίρεση

anointer => Χριστής, anointed => χρισμένος, anoint => αλείφω, anoil => anòil, anogramma leptophylla => Αναγράμμα λεπτόφυλλο,