Greek Meaning of ouster
καθαίρεση
Other Greek words related to καθαίρεση
- εξορία
- απέλαση
- μετατόπιση
- στέρηση
- Έκρηξη
- απέλαση
- παράδοση
- Μετακίνηση
- επανεγκατάσταση
- αναχωρούντος
- αναχώρηση
- μετανάστευση
- Εκκένωση
- Εξορία
- έξοδος
- αποστολή στο εξωτερικό
- πτήση
- μετανάστευση
- Οστρακισμός
- υποβιβασμός
- συνταξιοδότηση
- ανάληψη
- Αποχώρηση
- αποχώρηση
- διασπορά
- διασπορά
- Επιβίβαση
- Έξοδος
- έξοδος
- πηγαίνω
- αφήνω
- αντίο
- φωτισμός
- έξοδα
- χωρισμό
- διακοπή καπνίσματος
- Υποχώρηση
- διασκόρπιση
- περίπατος
Nearest Words of ouster
Definitions and Meaning of ouster in English
ouster (n)
a person who ousts or supplants someone else
a wrongful dispossession
the act of ejecting someone or forcing them out
ouster (n.)
A putting out of possession; dispossession; ejection; disseizin.
FAQs About the word ouster
καθαίρεση
a person who ousts or supplants someone else, a wrongful dispossession, the act of ejecting someone or forcing them outA putting out of possession; dispossessio
εξορία,απέλαση,μετατόπιση,στέρηση,Έκρηξη,απέλαση,παράδοση,Μετακίνηση,επανεγκατάσταση,αναχωρούντος
επιστροφή,προσέγγιση,ερχομένων,μετανάστευση,επαναπατρισμός,είσοδος
ousted => εκδιωχθέντας, oust => εκτοπίζω, ousel => κορυδαλλός, ouse river => ποταμός Ουζ, ouse => σπίτι,