FAQs About the word repatriation

επαναπατρισμός

the act of returning to the country of originRestoration to one's country.

επιστροφή,μετανάστευση

εξορία,απέλαση,μετατόπιση,Εξορία,απέλαση,αποστολή στο εξωτερικό,παράδοση,υποβιβασμός,Οστρακισμός

repatriate => επαναπατρίζω, repasture => βοσκότοπος, repaster => δείπνο, repast => γεύμα, repassant => επαναλαμβανόμενο,