FAQs About the word repayable

Εξοφλήσιμος

subject to repaymentCapable of being, or proper to be , repaid; due; as, a loan repayable in ten days; services repayable in kind.

αποζημιώνω,Αποζημιώνω,αποπληρώνω,επιστροφή χρημάτων,δώσει πίσω,Εκκαθάριση,ξεπληρώνω,Πλήρωσε,Ανταποδοσια,ανταμοιβή

οφείλει

repay => αποπληρώνω, repatriation => επαναπατρισμός, repatriate => επαναπατρίζω, repasture => βοσκότοπος, repaster => δείπνο,