FAQs About the word remunerate

αμείβουν

make payment to; compensateTo pay an equivalent to for any service, loss, expense, or other sacrifice; to recompense; to requite; as, to remunerate men for labo

Αποζημιώνω,Πληρώνω,αποζημιώνω,αποπληρώνω,ξεπληρώνω,ανταμοιβή,επιστροφή χρημάτων,αποστείλω,ανταποδίδω

άκαμπτος

remunerable => αμοιβόμενος, remugient => παταγώδης, remue => Ανακατεύω, remuda => Ρεμούδα, remuable => κινητός/ή/ό,