Greek Meaning of passibility
διαβατότητα
Other Greek words related to διαβατότητα
- επιλογή
- συνέπεια
- διάκριση
- αριστεία
- αριστεία
- εκλεκτότητα
- εξαιρετικότητα
- ἀναμάρτητος
- καλοσύνη
- μεγαλείο
- μεγαλείο
- αμεμψία
- σημασία
- θαύμα
- τελειότητα
- τελειότητα
- υπεροχή
- ιδιαιτερότητα
- Υπεροχή
- Ανωτερότητα
- Αξία
- εξαιρετικότητα
- εξαιρετικότητα
- υπέροχοτητα
- θαυμαστό
- πρώτος αριθμός
- μεγαλοπρέπεια
- υπεροχή
- υπερθετικότητα
- Υπεροχή
- έλλειψη
- Ανεπίληπτος
- ανεπάρκεια
- ανεπάρκεια
- ανεπάρκεια
- αξιοσημείωτο
- απαράδεκτοτητα
- δυσαρέσκεια
- αξίζει
- πρωτοτυπία
- sterlingness
Nearest Words of passibility
- passible => τιμωρούμενος
- passibleness => παθητικότητα
- passiflora => Πασιφλόρα
- passiflora edulis => Πασσιφλόρα
- passiflora foetida => Βρωμερή πασιφλόρα
- passiflora incarnata => πασιφλόρα
- passiflora laurifolia => πασιφλόρα λαυριφόλια
- passiflora ligularis => Πασιφλόρα η πτερωτή
- passiflora maliformis => Πασσιφλόρα η μηλοειδής
- passiflora mollissima => Πασσιφλόρα
Definitions and Meaning of passibility in English
passibility (n.)
The quality or state of being passible; aptness to feel or suffer; sensibility.
FAQs About the word passibility
διαβατότητα
The quality or state of being passible; aptness to feel or suffer; sensibility.
Συνήθεια,κοινοτοπία,καθημερινότητα,Δικαιοσύνη,Καθημερινότητα,καθημερινότητα,κανονικότητα,κοινότητα,ικανοποιητικός,τυπικότητα
επιλογή,συνέπεια,διάκριση,αριστεία,αριστεία,εκλεκτότητα,εξαιρετικότητα,ἀναμάρτητος,καλοσύνη,μεγαλείο
passero cape => Σπουργιτόκαπ, passero => σπουργίτι, passerine => Πασαριδών, passerina cyanea => Γαλανοπετρίτης, passerina => Πασσερίνα,