Greek Meaning of gave up (to)

παραιτούμαι

Other Greek words related to παραιτούμαι

Definitions and Meaning of gave up (to) in English

gave up (to)

No definition found for this word.

FAQs About the word gave up (to)

παραιτούμαι

αφιερωμένος,αφοσιωμένος,χωρισμένος,ορισμένο από,εκχωρημένος,αφιερωμένος,προορισμένος,κρατημένος,αποθηκευμένο,αποδίδω

παραμελημένος,κακώς εφαρμοσμένο,κακοποιημένος

gave up => παραιτήθηκε, gave the third degree to => υπέβαλε σε ανάκριση/υποβάλλει σε ανάκριση, gave the lie to => Διέψευσε το ψέμμα, gave rise to => οδήγησε σε, gave over => παραιτήθηκε,