FAQs About the word set apart

χωρισμένος

select something or someone for a specific purpose, set apart from others, being or feeling set or kept apart from others

αφιερώνω,αφοσιώνω,εγκαταλείπω (σε),αποθήκευση,αποδίδω,ορισμένο από,εκχωρώ,εφεδρεία,χρήση,εφαρμόζω

αμέλεια,κατάχρηση,εφαρμόζω εσφαλμένα

set ahead => προχωρήσει, set about => ξεκίνησε να, set => σετ, sesterce => Σεστέρτιος, sessions => συνεδριάσεις,