Greek Meaning of entrust

εμπιστεύομαι

Other Greek words related to εμπιστεύομαι

Definitions and Meaning of entrust in English

Wordnet

entrust (v)

confer a trust upon

put into the care or protection of someone

Webster

entrust (v. t.)

See Intrust.

FAQs About the word entrust

εμπιστεύομαι

confer a trust upon, put into the care or protection of someoneSee Intrust.

εργασία,εμπιστοσύνη,εκχωρώ,χρέωση,επενδύσετε,συστήνω,εκχωρώ,εξουσιοδοτώ,δεσμεύω,παραδίδει

κρατώ,κρατάω,κατέχω,διατηρώ,παρακράτηση,αποδέχομαι,καθυστερώ,ιδιο,λαμβάνω,εφεδρεία

entropy => Εντροπία, entropium => Εντρόπιο, entropion => Εντρόπιο, entrochite => εγκρινίτης, entrochal => εντροχικός,