Greek Meaning of entrepreneurial
επιχειρηματικός
Other Greek words related to επιχειρηματικός
- επιχειρηματίας
- αγοραστής
- έμπορος
- έμπορος
- έμπορος
- επιχειρηματίας
- Πλανόδιος πωλητής
- Υπεύθυνος μάρκετινγκ
- Γυρολόγος
- Πλανόδιος πωλητής
- αγοραστής
- Λιανοπωλητής
- πωλητής
- καταστηματάρχης
- έμπορος
- Έμπορος
- Πωλητής
- προμηθευτής
- Διανομέας
- πλανόδιος πωλητής
- απατεώνας
- έμπορος
- μεσάζοντας
- Μονοπωλιακός
- Πάροχος
- προμηθευτής
- Αποθηκάριος
- προμηθευτής
- χονδρέμπορος
Nearest Words of entrepreneurial
Definitions and Meaning of entrepreneurial in English
entrepreneurial (a)
of or relating to an entrepreneur
entrepreneurial (s)
willing to take risks in order to make a profit
FAQs About the word entrepreneurial
επιχειρηματικός
of or relating to an entrepreneur, willing to take risks in order to make a profit
επιχειρηματίας,αγοραστής,έμπορος,έμπορος,έμπορος,επιχειρηματίας,Πλανόδιος πωλητής,Υπεύθυνος μάρκετινγκ,Γυρολόγος,Πλανόδιος πωλητής
No antonyms found.
entrepreneur => Επιχειρηματίας, entrepot => Αποθήκη, entrenchment => οχύρωμα, entrenching tool => Εργαλείο ορύγματος, entrenched => εδραιωμένος,