Greek Meaning of purveyor
προμηθευτής
Other Greek words related to προμηθευτής
- Διανομέας
- Υπεύθυνος μάρκετινγκ
- Πάροχος
- αγοραστής
- Λιανοπωλητής
- προμηθευτής
- έμπορος
- επιχειρηματίας
- αγοραστής
- έμπορος
- Επιχειρηματίας
- έμπορος
- προμηθευτής
- Έμπορος
- προμηθευτής
- επιχειρηματίας
- πλανόδιος πωλητής
- Πλανόδιος πωλητής
- απατεώνας
- έμπορος
- μεσάζοντας
- Μονοπωλιακός
- Γυρολόγος
- Πλανόδιος πωλητής
- πωλητής
- καταστηματάρχης
- Αποθηκάριος
- έμπορος
- Πωλητής
- χονδρέμπορος
Nearest Words of purveyor
Definitions and Meaning of purveyor in English
purveyor (n)
someone who supplies provisions (especially food)
FAQs About the word purveyor
προμηθευτής
someone who supplies provisions (especially food)
Διανομέας,Υπεύθυνος μάρκετινγκ,Πάροχος,αγοραστής,Λιανοπωλητής,προμηθευτής,έμπορος,επιχειρηματίας,αγοραστής,έμπορος
No antonyms found.
purveyance => προμήθεια, purvey => προμηθεύω, purus river => Ποταμός Πουρούς, purus => πόρος, purulent pleurisy => πυώδης υπεζωκοτίτιδα,