FAQs About the word entwist

εμπλέκω

To twist or wreathe round; to intwine.

Πλεξούδα,περιπλέκω,υφαίνω,πλεξούδα,Σπάγκος,υφαίνει,άνεμος,σπαρταράω,σύνδεσμος,ανακάτεμα

ξεμπερδεύω,ξετυλίγω,ξεμπερδεύω,ξεμπερδεύω,ξεστρίβω,Λένε,Αποκρυπτογράφηση,ξετυλίγω,ξευφαίνω

entwinement => εμπλοκή, entwine => περιπλέκω, entune => συντονίζω, entsy => ntsy , entsi => απλός,